Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

Μπίσμαρκ < λείπει η ετυμολογία

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Μπίσμαρκ θηλυκό, ή ουδέτερο

  Μεταφράσεις επεξεργασία