Ετυμολογία

επεξεργασία
Μουρσέλα < γενική ενικού του αρσενικού Μουρσέλας

  Κύριο όνομα

επεξεργασία

Μουρσέλα θηλυκό (αρσενικό Μουρσέλας)

Μεταγραφές

επεξεργασία