Μουρμούρης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- Μουρμούρης < μουρμούρης
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΜουρμούρης αρσενικό
- ανδρικό επώνυμο
- ※ Είχε τον Θοδωρή, που τον φωνάζανε όπου τον βλέπανε «πουτάνα θάλασσα», δεν ξέρω γιατί, και τον Στιφανή τον Μουρμούρη, που βαστούσε η σκούφια του απ' τη Ζαγορά
- Αθανάσιος Γκράβαλης, διήγημα «Η Στιφανής», συλλογή Της Ματζουράνενας το χάλασμα και άλλα αφηγήματα. Eπιμέλεια: Ε.Χ. Γονατάς. Aθήνα: Στιγμή, 1988, σ. 31.
- ※ Είχε τον Θοδωρή, που τον φωνάζανε όπου τον βλέπανε «πουτάνα θάλασσα», δεν ξέρω γιατί, και τον Στιφανή τον Μουρμούρη, που βαστούσε η σκούφια του απ' τη Ζαγορά