Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

Μουνυχίαζε < Μουνυχία + -ζε

  Επίρρημα επεξεργασία

Μουνυχίαζε (τοπικό επίρρημα)

  Πηγές επεξεργασία