Ετυμολογία

επεξεργασία
Μορφογέννη < γενική ενικού του αρσενικού Μορφογέννης

  Κύριο όνομα

επεξεργασία

Μορφογέννη θηλυκό (αρσενικό Μορφογέννης)

Μεταγραφές

επεξεργασία