Μονόπολι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία 1
επεξεργασίαΜεταγραφή
επεξεργασίαΜονόπολι θηλυκό, ή ουδέτερο
Μεταφράσεις
επεξεργασία Μονόπολι
|
Ετυμολογία 2
επεξεργασία- Μονόπολι < γενική ενικού του αρσενικού Μονόπολις
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΜονόπολι θηλυκό (αρσενικό Μονόπολις)