Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

Μονόπολι < ιταλική Monopoli

  Μεταγραφή επεξεργασία

Μονόπολι θηλυκό, ή ουδέτερο

  Μεταφράσεις επεξεργασία