Ετυμολογία 1

επεξεργασία
Μονόπολι < ιταλική Monopoli

  Μεταγραφή

επεξεργασία

Μονόπολι θηλυκό, ή ουδέτερο

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Ετυμολογία 2

επεξεργασία
Μονόπολι < γενική ενικού του αρσενικού Μονόπολις

  Κύριο όνομα

επεξεργασία

Μονόπολι θηλυκό (αρσενικό Μονόπολις)

Μεταγραφές

επεξεργασία