Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

Μοντοβί < ιταλική Mondovi

  Μεταγραφή επεξεργασία

Μοντοβί θηλυκό, ή ουδέτερο

  Μεταφράσεις επεξεργασία