Ετυμολογία

επεξεργασία
Μοιρασγέτη < γενική ενικού του αρσενικού Μοιρασγέτης

  Κύριο όνομα

επεξεργασία

Μοιρασγέτη θηλυκό (αρσενικό Μοιρασγέτης)

Μεταγραφές

επεξεργασία