Μικροπαντρεμένου
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- Μικροπαντρεμένου < γενική ενικού του αρσενικού Μικροπαντρεμένος
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΜικροπαντρεμένου θηλυκό (αρσενικό Μικροπαντρεμένος)
Μικροπαντρεμένου θηλυκό (αρσενικό Μικροπαντρεμένος)