Μεγάλη Πέμπτη
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- Μεγάλη Πέμπτη < ελληνιστική επιμέρους ημέρα της Μεγάλη Εβδομάδας, με την έννοια της μεγάλης σε ιερότητα.
Κύριο όνομα
επεξεργασία
Μεγάλη Πέμπτη θηλυκό, μόνο στον ενικό
- (θρησκεία) η Πέμπτη της Μεγάλη Εβδομάδας που εορτάζει ο χριστιανισμός
Εκφράσεις
επεξεργασία- Μεγάλη Πέμπτη, ο Χριστός ευρέθη (παραδοσιακή έκφραση Κυκλάδων)
Δείτε επίσης
επεξεργασία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
Μεγάλη Πέμπτη
|