Μαλανδρίνου
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- Μαλανδρίνου < γενική ενικού του αρσενικού Μαλανδρίνος
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΜαλανδρίνου θηλυκό (αρσενικό Μαλανδρίνος)
Μεταγραφές
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- Συγγραφείς, εκδ. Καστανιώτη, ανακτήθηκε 16/10/2023 [1]