Μάσα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία 1
επεξεργασία
Κύριο όνομα
επεξεργασία
Ετυμολογία 2
επεξεργασία
- Μάσα < γενική ενικού του αρσενικού Μάσας
Κύριο όνομα
επεξεργασία
Μάσα θηλυκό άκλιτο (αρσενικό Μάσας)