Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

Λιμενάρια < λείπει η ετυμολογία

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Λιμενάρια ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό

  Μεταφράσεις επεξεργασία