Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

Λανουσέι < ιταλική Lanusei

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Λανουσέι θηλυκό, ή ουδέτερο

  Μεταφράσεις επεξεργασία