Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

Λαμπρόμαχος < λαμπρ(ός) + -ό- + -μαχος

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Λαμπρόμαχος αρσενικό