Λάλλου
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- Λάλλου < γενική ενικού του αρσενικού Λάλλος
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΛάλλου θηλυκό (αρσενικό Λάλλος)
Μεταγραφές
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- Επιτροπή Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας, Κύπρος, Πίνακες Διοριστέων Ιούνιος 2023, ανακτήθηκε 18/11/2023 [1]