Κόρδας
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- Κόρδας < κόρδα + -ς ή κόρδα (:στη σημασία γιαταγάνι, μαχαίρι του βυρσοδέψη) (< αλβανική kordhë (σπάθα))[1] + -ς
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΚόρδας αρσενικό
Μεταγραφές
επεξεργασία- λατινικοί χαρακτήρες: Kordas
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ Οικονόμου Κωνσταντίνος, Τοπωνυμικό Ζαγορίου, διδακτορική διατριβή, Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων, Ιωάννινα 1986, σελ. 511