Κυρρηστική
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- Κυρρηστική < → λείπει η ετυμολογία
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΚυρρηστική θηλυκό, μόνο στον ενικό
- αρχαία περιοχή της Συρίας
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία Κυρρηστική
|
Κυρρηστική θηλυκό, μόνο στον ενικό
|