Ετυμολογία

επεξεργασία
Κυρρηστική < λείπει η ετυμολογία

  Κύριο όνομα

επεξεργασία

Κυρρηστική θηλυκό, μόνο στον ενικό

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία