Κροντήρης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- Κροντήρης < παρωνύμιο, κροντήρ(ι) + -ης
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΚροντήρης αρσενικό (θηλυκό Κροντήρη)
Συγγενικά
επεξεργασίαεπώνυμα:
Μεταγραφές
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- σελ. 205 - Ανδριώτης, Νικόλαος Π. (1950). "Συμβολή στη μορφολογία των νεοελληνικών επωνύμων". Επιστημονικές Επετηρίδες Φιλοσοφικής Σχολής Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. (πλοήγηση)