Ετυμολογία

επεξεργασία
Κοτρέτσου < γενική ενικού του αρσενικού Κοτρέτσος

  Κύριο όνομα

επεξεργασία

Κοτρέτσου θηλυκό (αρσενικό Κοτρέτσος)

Μεταγραφές

επεξεργασία