Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

Κλεόμαχος < κλεό- + -μαχος (μάχη)

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Κλεόμαχος αρσενικό