Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

Κηφισόδωρος < Κηφισός + -δωρος

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Κηφισόδωρος αρσενικό