Κερασσού
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία 1
επεξεργασία- Κερασσού < → λείπει η ετυμολογία
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΚερασσού θηλυκό
Ετυμολογία 2
επεξεργασία- Κερασσού < γενική ενικού του αρσενικού Κερασσός
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΚερασσού θηλυκό (αρσενικό Κερασσός)