Κελαινώ
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- Κελαινώ < κελαινός (σκούρος)
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΚελαινώ θηλυκό
Δείτε επίσης
επεξεργασία- Κελαινώ στη Βικιπαίδεια
Αναφορές
επεξεργασία- Κελαινώ - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.