Κατηγορία:Συμφυρμοί (λατινικά)
Γλώσσα: Λατινικά » Ετυμολογία » Μορφολογία » Συντομεύσεις » Συμφυρμοί ««« |
- Συμφυρμός: η συνένωση δύο συγγενών γλωσσικών στοιχείων για τη δημιουργία ενός νέου, ανάμεικτου.
Γλώσσα: Λατινικά » Ετυμολογία » Μορφολογία » Συντομεύσεις » Συμφυρμοί ««« |