Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

Καλλίστρατος < αρχαία ελληνική Καλλίστρατος

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Καλλίστρατος αρσενικό



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

Καλλίστρατος < καλλί- + στρατ(ός) + -ος

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Καλλίστρατος αρσενικό

  Μεταφράσεις επεξεργασία