Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

Καλλίβουλος < καλλί- + -βουλος → δείτε τη λέξη βουλή

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Καλλίβουλος αρσενικό (θηλυκό Καλλιβούλη)

  Πηγές επεξεργασία