Κάββαλου
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- Κάββαλου < γενική ενικού του αρσενικού Κάββαλος
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΚάββαλου θηλυκό (αρσενικό Κάββαλος)
Μεταγραφές
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- Συγγραφείς, εκδ. Καστανιώτη, ανακτήθηκε 16/10/2023 [1]