Ιρλανδή
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- Ιρλανδή < Ιρλανδ(ός) + -ή
Κύριο όνομα επεξεργασία
Ιρλανδή θηλυκό
- (εθνικό όνομα) θηλυκό του Ιρλανδός
Συνώνυμα επεξεργασία
- Ιρλανδέζα (οικείο)
Ομώνυμα / Ομόηχα επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
για γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε Ιρλανδός
Ιρλανδή
|