Ιγγλέζου
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- Ιγγλέζου < γενική ενικού του αρσενικού Ιγγλέζος
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΙγγλέζου θηλυκό (αρσενικό Ιγγλέζος)
Μεταγραφές
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- Μάκρη & Λιβίσι Μ. Ασίας ο Τόπος & οι Άνθρωποι, Λυκία, Εταιρεία Ιστορικών Ερευνών «Λυκία», Εκδόσεις ΕΜΒΡΥΟ, 2019 [1]