Ετυμολογία

επεξεργασία
Θεοξένιος < θεός + ξένιος

  Κύριο όνομα

επεξεργασία

Θεοξένιος αρσενικό (ελληνιστική κοινή)

  1. προσωνυμία του θεού Απόλλωνα
  2. ένας από τους μήνες στο ημερολόγιο των Δελφών, όπου τελούνταν ομώνυμες εορτές, τα Θεοξένια
  3. προσωνυμία του θεού Ερμή