Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

Θαλάσσιος < θαλάσσιος

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Θαλάσσιος αρσενικό

  Μεταφράσεις επεξεργασία