Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

Εὐτρόπιος < εὖ + τρόπος + -ιος

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Εὐτρόπιος αρσενικό