Δείτε επίσης: Ευλάλιος

  Ετυμολογία

επεξεργασία
Εὐλάλιος < (ελληνιστική κοινή) Εὐλαλ(ία) + -ιος < εὐλαλία → δείτε και τη λέξη εὔλαλος

  Κύριο όνομα

επεξεργασία

Εὐλάλιος αρσενικό