Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

Εὐδόξιος < εὖ + δόξα + -ιος

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Εὐδόξιος αρσενικό