Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

Εύπραξος < αρχαία ελληνική Εὔπραξος, ευ- + πράξις

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Εύπραξος αρσενικό

  Μεταφράσεις επεξεργασία