Επτανησία
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- Επτανησία < → λείπει η ετυμολογία
Κύριο όνομα επεξεργασία
Επτανησία (λόγιο)
- (πατριδωνυμικό) λόγιος τύπος του Επτανήσια, θηλυκό του Επτανήσιος
Δείτε επίσης : Επτανήσια, επτανήσια |
Επτανησία (λόγιο)