Εισόδια
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- Εισόδια < (ελληνιστική κοινή) εἰσόδιος, που αναφέρεται στην είσοδο, και στη συγκεκριμένη περίπτωση στην είσοδο και αφιέρωση της τριετούς Θεοτόκου στον Ναό
Ουσιαστικό
επεξεργασίαΕισόδια ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
- (θρησκεία) μία από τις θεομητορικές εορτές που τιμάται στις 21 Νοεμβρίου κατ΄ έτος
Μεταφράσεις
επεξεργασία Εισόδια
|