werkwoord
Αφρικάανς (af) επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
werkwoord (af)
- (γραμματική) το ρήμα
Ολλανδικά (nl) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
werkwoord (nl) ουδέτερο
- (γραμματική) το ρήμα
werkwoord (af)
werkwoord (nl) ουδέτερο