Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

rapids (en), πληθυντικός
ταχυρροές (όχι δίνες)

  • ισχυρό ρεύμα σε ποταμό, συνήθως λόγω τοπογραφικών απότομων μεταβάσεων στον πυθμένα (το φαινόμενο ενισχύεται και από βράχους που συμπιέζουν την ροή)