Πολωνικά (pl) επεξεργασία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

 
brama
 
brama

brama (pl) θηλυκό

  • στοιχείο αμυντικής ή άλλης περίφραξης που χρησιμεύει και για είσοδο - έξοδο, η πύλη

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία