Γερμανικά (de) επεξεργασία

  Προφορά επεξεργασία

 
 
 

  Ουσιαστικό επεξεργασία

Vergangenheit (de) θηλυκό

  • παρελθόν
  • ο γραμματικός χρόνος που αναφέρεται στο παρελθόν