Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ῥαχός αρσενικό ( & ιωνικός τύποςῥηχός)

  1. ακανθώδης θάμνος, φράχτης από αγκάθια
  2. αμπελόκλημα, αμπελόβεργα