ψέλνω
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ψέλνω < ψάλλω → λείπει η ετυμολογία
Ρήμα επεξεργασία
ψέλνω, πρτ.: έψελνα, αόρ.: έψαλα & ψέλνομαι
- ψάλλω στην εκκλησία
- ψάλλω τον εθνικό ύμνο
- εξυμνώ (παρωχημένο)
- (μεταφορικά) μαλώνω κάποιον
- ↪ Μου τα ψέλνει όλη μέρα
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη ψάλλω
Μεταφράσεις επεξεργασία
ψέλνω
|