Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ποδοστράβη < πούς + -στράβη ( < στρέβλη)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ποδοστράβη θηλυκό

  1. όργανο που έσφιγγε τα πόδια στις χειρουργικές επεμβάσεις
  2. όργανο βασανισμού, πεδίκλα