Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

Φρύγας < Φρύξ < αβέβαιης ετυμολογίας, πιθανότατα φρυγικής

  Ουσιαστικό επεξεργασία

Φρύγας αρσενικό

  • που ανήκει στο λαό των Φρυγών, που κατάγεται από τη Φρυγία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία