κείρω: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας
Γραμμή 10:
{{-μτφ-}}
{{βλ}} [[κουρεύω]]
 
{{=grc=}}
 
{{-ετυμ-}}
:Από ΙΕΕ ρίζα *(s)qer- (κόβω)
 
{{-ρημ-|grc}}
'''{{PAGENAME}}''', ''μέλλοντας'' '''κερῶ''', ''αόριστος'' '''ἔκειρα''', ''παρακείμενος'' '''κέκαρκα''', παθητικό [[κείρομαι]]
# κόβω τα μαλλιά κοντά ή τα ξυρίζω
# κόβω δέντρα ή καρπούς
# καταστρέφω, κατασπαράζω
 
{{-συγγ-}}
* [[κουρά]]
* [[κέρμα]]
* [[κορμός]]
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/wiki/κείρω"