Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Lou bot (συζήτηση | συνεισφορές)
μ Βικιποίηση των γλωσσών
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας
Γραμμή 1:
{{-ετυμ-}}
:{{αρχ}} [[σῴζω]]
 
{{-ρημ-}}
'''σώζω'''
# [[αποτρέπω]] μία άσχημη εξέλιξη, π.χ. το θάνατο ή τον τραυματισμό κάποιου, την καταστροφή αντικειμένων ή τόπων
#: ''η έγκαιρη επέμβαση των πυροσβεστικών δυνάμεων '''έσωσε''' το χωριό από την πυρκαγιά''
 
{{-συνων-}}
* [[διασώζω]]
* [[γλιτώνω]] κάποιον
 
 
{{-βλεπ-}}
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/wiki/σώζω"