ποδώκης: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Νέα σελίδα: ποδώκης -ες [ΕΤΥΜΟΛ. πους + -ώκης] 1. (για ανθρώπους και ζώα, κυρίως άλογα) ο γρήγορος στα πόδια 2.... |
Flyax (συζήτηση | συνεισφορές) Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας |
||
Γραμμή 1:
ποδώκης -ες
=={{-grc-}}==
==={{ετυμολογία}}===
: '''{{PAGENAME}}''' < [[πούς]] (''γενική: [[ποδός|ποδ-ός]]'') + [[ὠκύς]]
==={{επίθετο|grc}}===
1. (για ανθρώπους και ζώα, κυρίως άλογα) ο γρήγορος στα πόδια ▼
'''{{PAGENAME}}, -ης, -ες'''
===={{{συνώνυμα}}====
▲2. ταχύς, γρήγορος
* [[ὠκύς]]
* [[ὠκύπους]]
* [[πόδαργος]]
{{κλείδα-ελλ}}
▲3. ορμητικός, βίαιος
|