παράγω: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ Bot: εισαγωγή κλείδας ταξινόμησης |
Olmav (συζήτηση | συνεισφορές) Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας |
||
Γραμμή 3:
==={{ετυμολογία}}===
: '''{{PAGENAME}}''' < {{
==={{ρήμα|el}}===
'''{{PAGENAME}}'''
# δημιουργώ, κατασκευάζω μια σειρά από προϊόντα
#*''Είναι από τη Μάνη και πουλούν το λάδι που '''παράγουν''' μόνοι τους''
# [[βγάζω]], [[εκκρίνω]], φύονται σε εμένα, καλλιεργούνται σε εμένα ή κατασκευάζονται στην περιοχή μου
#* ''Η Κρήτη και η Πελοπόννησος '''παράγουν''' λάδι''
#*''Η Ιαπωνία '''παράγει''' υπολογιστές''
#*''...οι ωοθήκες '''παράγουν''' οιστρογόνα, αλλά οιστρογόνα διαθέτουν και οι άντρες, επειδή... ''
# (φυσική) παράγω έργο
# [[προξενώ]], [[προκαλώ]], είμαι η αιτία για ένα αποτέλεσμα
#*''Η οικονομική ανέχεια '''παράγει''' μετανάστες''
# (γραμματική) μέσο: παράγομαι έχω ως [[πηγή]], [[ρίζα]]
#*''Η λέξη "παραγωγή" '''παράγεται''' από το "παράγω"''
===={{συγγενικά}}====
*[[παραγωγή]]
*[[παραγωγός]]
===={{μεταφράσεις}}====
Γραμμή 56 ⟶ 70 :
{{μτφ-τέλος}}
=={{-grc-}}==
{{προσχέδιο}}
==={{ετυμολογία}}===
: '''{{PAGENAME}}''' < [[παρά]] + [[άγω]]
==={{ρήμα|grc}}===
'''{{PAGENAME}}'''
# οδηγώ [[πλαγίως]]
# οδηγώ [[έξω]]
# οδηγώ [[πλησίον]], κοντά σε κάτι άλλο
#[[εισάγω]]
# [[παρουσιάζω]]
#[[παράγω]]
# [[παρατάσσω]] σε γραμμή, τοποθετώ το ένα δίπλα στο άλλο
# φέρνω στη [[σκηνή]]
# [[παραπλανώ]], εξαπατώ, διαστρέφω
# [[παρασύρω]]
# (αμετάβατο) [[διαβαίνω]], [[παρέρχομαι]]
# (αμετάβατο) [[εκλείπω]]
# (αμετάβατο) [[αργοπορώ]]
# (παθητικό) [[παρασύρομαι]], [[πείθομαι]], με παρακινούν
# [[μπαίνω]] κάπου [[κρυφά]]
===={{συγγενικά}}====
*[[παραγωγή]]
{{κλείδα-ελλ}}
{{κλείδα-ελλ}}
|